- ὀπισθοκράνιον
- ὀπισθοκρά̱νιον , ὀπισθοκράνιονthe back part of the skullneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
οπισθ(ο)- — (ΑΜ οπισθ[ο] ) α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που ανάγεται στο επίρρ. ὄπισθεν (το ο από το συνδετικό φωνήεν) και δηλώνει ότι το β συνθετικό βρίσκεται πίσω (πρβλ. οπισθ αύλιο, οπισθό δομος, οπισθο κάλυμμα) ή… … Dictionary of Greek
οπισθοκράνιο(ν) — το (Α ὀπισθοκράνιον) το πίσω μέρος τού κρανίου, το ινίο νεοελλ. ανθρωπολ. το κρανιομετρικό σημείο που προεξέχει περισσότερο προς τα πίσω τής ινιακής χώρας και αποτελεί το τυπικό σημείο για τη μέτρηση τής κεφαλής προκειμένου να γίνει ο καθορισμός… … Dictionary of Greek